εκλογική φαντασία (ΕΦ)



στη Νικολέττα Ν.

τα έμαθες τα νέα πατέρα; we are going home!
η κορνίζα του πατέρα ήταν λίγο ψηλά και δυσκολεύτηκε να την κατεβάσει. τελικά τα κατέφερε αφήνοντας ένα κενό μαύρο τετράγωνο στο βρόμικο τοίχο. Τα ίδια και με τη κορνίζα του παππού... αλλά σ' αυτόν δεν είπε τίποτα. Μόνο στον πατέρα μίλαγε. Του μιλούσε ακόμα και μπροστά στους συνεργάτες του. Του μιλούσε συνέχεια σαν φάντασμα που τον είχε στοιχειώσει. ένοιωσε ν' ασφυκτιά σ' αυτό το μέρος. Σκεφτόταν συνέχεια την τελευταία του ομιλία. ήταν έτοιμος να φωνάξει "μα τι άλλο θέλετε ιθαγενείς;", και πραγματικά, δεν μπορούσε να καταλάβει τι έκανε λάθος και συνέχισε αδιάφορα να αδειάζει το γραφείο του.
Τότε χτύπησε το τηλέφωνο. και η φωνή στην άλλη γραμμή ακούστηκε βαριά και αδιάφορη όπως πάντα "έλα Γιώργο. τι γίνεται;". "Τι να γίνει Κώστα; Κλείνω το μαγαζί" με μία μικρή δόση συμπόνιας που πάντα είχε όταν του μίλαγε αφού τον ένιωθε σχεδόν σαν αδερφό. "Οκέι Τζορτζ. Μη ξεχάσεις τη σφραγίδα... και τα χαρτιά απ τα ντελίβερι". Χαμογέλασε και βυθίστηκε στη δερμάτινη καρέκλα του. Κοίταζε συνέχεια τη κλειστή οθόνη του Λάπτοπ.
"Τι λέει ο κόσμος για το χαρτί Κωστα;"
"Δε ξέρω Γιώργο. Και να σου πω... δε με νοιάζει. όπως το έκλεισε ο Τσοβόλας έτσι το κλείνουμε κι εμείς. Υπάρχει δικαστικό προηγούμενο. Δικά μας είναι ρε. Κληρονομιά μας. Τα κλείνουμε και τα δύο και φεύγουμε. Μέχρι και κοινή ανακοίνωση βγάλαμε και δεν μας έκαναν πρώτη είδηση."
"Ρε 'συ Κώστα. Να σου πω την αλήθεια... περίμενα κάποιος να ενδιαφερθεί και να με σταματήσει... Περίμενα να γελάνε λιγότερο με ότι κάνω."
"Αφού χάσαμε τις εκλογές εγώ περίμενα τα πάντα. Η Νατάσσα είχε τρομοκρατηθεί, Ταυτίστηκε με την Αντουανέτα."
"εγώ θα γυρίσω επιτέλους στην Αμερική. Οι δημοκρατικοί με θέλουν για αντιπρόεδρο. Αλλά εσύ Κώστα που θα πας;"
"Μου έγραψε ο Κουμπάρος μου απ' την Τουρκία. Ξέρεις ποσό πολύ τρώνε εκεί; Θ' ανοίξω το καλύτερο φαγάδικο στην Μεσόγειο! Μόνο πιτόγυρα! Αλλά πες μου πάλι ρε συ: πως χάσαμε τις εκλογές;"
Συνέχισε να του μιλάει για λίγα λεπτά. Το είχε ανάγκη. "Βίοι παράλληλοι" σκέφτηκε.
Όταν έκλεισε βγήκε στο μπαλκόνι να μαζέψει τη σημαία του κόμματος. Δεν τον πρόσεξε κανένας. ήταν όλοι αλλού. στις νέες πολιτικές δυνάμεις με νέα τραγούδια και νέα εμβλήματα... με νέους θεούς.
Έβαλε τα πάντα σ' 'ένα χάρτινο κουτί. Θα το μούσκευε η βροχή έξω αλλά δεν τον ένοιαζε, το ένιωθε κι αυτό σαν μέρος του τελετουργικού.
Κατέβασε τον γενικό. σκέφτηκε ψυγεία γεμάτα με παλιούς πολιτικούς του κόμματος να αποψύχονται στους πάνω ορόφους, τους σκέφτηκε με παγοκρυστάλλους στη μύτη να βγαίνουν στα κανάλια για να τον καταγγείλουν και χαμογέλασε πένθιμα. Απόρησε που μετα την ήττα σκεφτόταν μόνο αστείες καταστάσεις. Στ' αλήθεια τίποτα απ' αυτά δεν τον ένοιαζε πραγματικά. Κλείδωσε το κτήριο, έριξε πρόχειρα πάνω του το πανωφόρι του κι άρχισε να προχωρά αδιάφορος για τη βροχή που έπεφτε πάνω του καταρρακτωδώς μέχρι που χάθηκε μέσα στο πλήθος.
Ο καιρός θα έφτιαχνε από αύριο.