διαβάτες

Γράφω ένα κείμενο για τον Β.Ν., συνοδοιπόρο στα περάσματα της κριτικής θεωρίας. Πιστεύω να το ανεβάσω σύντομα.
Περπατώντας μαζί του στις γερασμένες πρωτεύουσες της Ευρώπης μ’ έκανε να παρατηρήσω μια ιδιόμορφη διαλεκτική του βλέμματος που διασχίζει τον χώρο. Την κοντά στο βλέμμα του πραγματικού διαβάτη ανάμεσα σ’ αυτό που ψάχνει βρει το βλέμμα και σ’ αυτό που το ίδιο το πέρασμα θέλει να δούμε. Ο τόπος είναι που ξεφεύγει πάντα της παρατήρησης και προβάλει αυτά που θέλει να δούμε. Το βλέμμα δεν είναι το κοινό σημείο των δύο άνισων βουλήσεων αλλά όργιο φαντασιακών προβολών. Οι δρόμοι, αντιστεκόμενοι στις καλλωπιστικές μας πρακτικές προβάλουν σε όποιον έχει στοιχειώσει η ύπαρξη, τον μακρύ κατάλογο όλων αυτών των φρικτών πραγμάτων που συμβαίνουν γύρω τους και τους συμπιέζουν σε απλά περάσματα.

thank you torrentspy



Μετά το demonoid είπαμε αντίο και στο torrentspy... αλλά συνεχίζουμε να μοιραζόμαστε ότι αγαπάμε όσα εμπόδια και να βάζουν για να αυξάνουν τα κέρδη και να έλεγχουν τη κυκλοφορίας των αγαθών ενός ελεύθερου κόσμου δημιουργίας. Θα ξεφεύγουμε πάντα στα στενά, και μετά απο λίγο θα μας ξαναβρίσκουν ενωμένους. Είναι σημαντικό ότι το Torrenspy δεν έδωσε ονόματα γιατί είδαμε ότι στο εικονικό μας παρόν μπορούμε να νοιώσουμε τη δύναμη εκείνου του παλιού ηρωισμου και της αυτοθυσίας... όχι των πειρατών, μα των πραγματικών ανθρώπων.

let all those who love me follow me

Ο Συ.Ριζ.Α. ήταν για χρόνια ένα νομικίστικο κόμμα και μας εκπλήσσει η τωρινή του εναντίωση σε δύο νόμους που μόλις πέρασαν απ’ το κοινοβούλιο. Εξάλλου η ψήφιση ενός νομοσχεδίου ήταν, τα τελευταία χρόνια, το όριο της αντιπολιτευτικής δράσης. Μετά τη ψήφιση από τη βουλή, η αξιωματική αντιπολίτευσή συνήθιζε να ψελλίζει αόριστα ότι θα καταργούσε το νόμο όταν ερχόταν η σειρά της και το καπακάπα μας καθησύχαζε ότι και αυτή η αδικία θα επαλειφθεί με την έλευση της δευτέρας επανάστασης. Όταν λοιπόν ο Σύριζα είπε πέρσι για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση «αυτός ο νόμος να γίνει κουρελόχαρτο» σόκαρε τον νομικίστικο καθωσπρεπισμό μας (κυρίως των ίδιων των μελών του). Τώρα το ίδιο κόμμα καταδιώκει το νομοσχέδιο στο δρόμο προς το εθνικό τυπογραφείο κινητοποιώντας πολιτιακά (δηλαδή κυριαρχικά) όργανα, όπως ο πρόεδρος και ο–που-τον-θυμήθηκαν-κυρίαρχος-λαός. Έτσι ο Συ.Ριζ.Α. γίνεται επιτέλους ένα ακτιβιστικό κόμμα (αν και αυτό του τον χαρακτηρισμό φοβάμαι ότι τον άκουσα πρώτη φορά από τον Άδωνη Γεωργιάδη). Ο νέος αρχηγός με το να προκαλεί στην ανατροπή δύο νόμων δοκιμάζει, με τον αέρα των δημοσκοπήσεων, όχι μόνο το εκλογικό σώμα αλλά και ολόκληρο το πολιτικό σύστημα (ακόμα και το ίδιο του το κόμμα) που φαίνεται να σπεύδει να τον καλοπιάσει τη στιγμή της αποσταθεροποίησης του. Ακούγοντας τον, δε μου ήρθε η εικόνα του Δόν Κιχώτη που ρίχνεται στους ανεμόμυλους αλλά η Μίλα Γιόβοβιτς στο ρόλο της Ιωάννας της Λωρραίνης να γυρίζει προς τη κάμερα και να φωνάζει «αφήστε όσους μ’ αγαπούν να με ακολουθήσουν… ακολουθήστε με». Το θέμα είναι ότι ακόμα κι αν το πλήθος ακολουθεί στη νίκη –η νίκη δεν έρχεται αν το πλήθος δεν πιστεί ν’ ακολουθήσει- η ιερά εξέταση έχει ήδη συσταθεί και οι φλόγες ήδη καίνε…

ΛΟΥΚΑΤΣ ΚΑΙ ΠΑΛΙ


...και πάλι! Μια βιβλιοπαρουσιαση πριν 2 χρόνια για το περιοδικό Στίγμα.
Ο György Lukács αποτέλεσε κορυφαίο στοχαστή της εποχής του και φαινόταν ότι της άνηκε ολοκληρωτικά. Όμως και σήμερα, σ’ έναν άλλο αιώνα, μετά την πτώση, φαίνεται ότι αποτελεί ακόμα την αφορμή για έρευνα. Παρακολουθώντας τις τελευταίες εκδόσεις κάποιος αναρωτιέται αν είμαστε όλοι Λουκατσιανοί, αφού τις τελευταίες εβδομάδες είχαμε τρεις εκδόσεις γύρω από το έργο του (από τις εκδόσεις Αλεξάντρεια μια συλλογή δοκιμίων με τίτλο: Γκέοργκ Λούκατς, ερμηνευτικές προσεγγίσεις, ένα αφιέρωμα από το περιοδικό πλανόδιον και μια μετάφραση ενός αποσπάσματος από το ιστορία και ταξική συνείδηση). Σ’ αυτές πρέπει να προσθέσουμε το μεγάλο αφιέρωμα της ουτοπίας πριν ένα χρόνο και διάφορα διάσπαρτα άρθρα όπως το «Althusser και Λούκατς» του Μ. Σκομβούλη στον Πολίτη Δεκεμβρίου. Όσο και αν όλα αυτά είναι συμπτωματικά, μας αποκαλύπτεται μια ολόκληρη παραγωγή έργου πάνω στον Lukács και μας δίνουν την ευκαιρία να δούμε γιατί αυτός ο Ούγγρος μαρξιστής του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα έχει σήμερα μια φήμη που δεν περιορίζεται στον επιστημονικό του κλάδο και τους πολιτικούς του συντρόφους. Πρέπει να δούμε τι είναι ζωντανό και τι νεκρό στη σκέψη του, αλλά πρωτίστως ποιος είναι, γιατί αποτελεί μια αινιγματική μορφή, και ένα όνομα που δεν είναι πάντα σαφές, σε τι παραπέμπει.
Η βιογραφία του Lukács καθορίζεται από τη πορεία του κομμουνισμού. Πρόλαβε να γίνει κομισάριος στην κυβέρνηση του Μπέλα Κούν και να φυλακιστεί γι’ αυτό (1919), να κατηγορηθεί και να αναγκαστεί κάνοντας την αυτοκριτική του να απορρίψει το έργο του (1929), να εξοριστεί από την Αυστρία (1930) και τη Γερμανία (1933), να γίνει μέλος του ουγγρικού κοινοβουλίου και να αναγκαστεί από το κόμμα να παραιτηθεί (1949) και αργότερα να αποσυρθεί ξανά από την πολιτική (1951), να συμμετάσχει στη σύντομη κυβέρνηση Νάγκυ και να εξοριστεί στη Ρουμανία (1956).
Εκτός από την πολιτική, θεωρία και πρακτική, τον απασχόλησε η φιλοσοφία και η λογοτεχνία, καταφέρνοντας μια επαναστατική σύνδεση αυτών των πεδίων. Αλλά κυρίως ο Lukács, είτε μιλά για τον Kant είτε για τον Kafka είναι πάντα μαρξιστής. Ψάχνοντας μέσα από τις μαρξιστικές αντινομίες τον «δρόμο προς τον Marx» σε πολλά σημεία μας πείθει ότι ο ίδιος αποτελεί αυτό το δρόμο.
Αλλά η όποια πορεία του δεν μπόρεσε να τον γλιτώσει από τη σκληρή αλλά αναγκαία κριτική. Ο Theodor Adorno, στο άρθρο εξαναγκαστική συμφιλίωση που μας μετέφρασε ο Γ. Σαγκριώτης, μας λέει τη σκληρή αλήθεια: «ο μόνος λόγος για τον οποίο ο Λούκατς έτυχε καν της προσοχής πέραν του ανατολικού μπλοκ ήταν τα πρώιμα του κείμενα, τα οποία στο μεταξύ τα είχε ανακαλέσει και περιφρονούνταν απ’ το κόμμα του», «οικειοποιήθηκε ενάντια στον εαυτό του τις πλέον ευτελείς ενστάσεις της κομματικής ιεραρχίας… μοχθούσε να υποβιβάσει την προφανώς ανεξάντλητη δύναμη της σκέψης του στο απελπιστικό επίπεδο του σοβιετικού τρόπου του σκέπτεσθαι» (Πλανόδιον σ.454). Κάνοντας το ξεκαθάρισμα, ο Adorno (και δεν είναι ο μόνος) κρατάει μόνο κάποια από τα βιβλία που έγραψε πριν την κομματική του υποταγή μέχρι την ηλικία των 38. Είναι τα «η ψυχή και οι μορφές» (1910), το «θεωρία του μυθιστορήματος» (1920) και το «Ιστορία και ταξική συνείδηση» (1923).
Η ύστερη εμμονή του με την αισθητική έχει ερμηνευτεί και ως καταφύγιο από τις πολιτικές του συγκρούσεις, αν και, με την λογοτεχνική θεωρία κάνει πρώτα πολιτική. Μια πολιτική που πολλές φορές αναγκάζεται να γίνει κομματική, δηλαδή «μια προσπάθεια να παράσχει ήσυχη φιλοσοφική συνείδηση στη σοβιετική ετυμηγορία για τη μοντέρνα λογοτεχνία» (Πλανόδιον σ.459). Αλλά δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος της επιμονής του. Στα κείμενά του, υφέρπει η πεποίθηση ότι «η καλλιτεχνική συνείδηση αποτελεί μια εναλλακτική και διορθωτική εκδοχή απέναντι στα επιστημονικά συμπεράσματα ακόμη και του ίδιου του μαρξισμού, αλλά αυτή η ανύψωση της φαντασίας πάνω από το λόγο προκάλεσε συγκρούσεις με το κόμμα του μα και με τον εαυτό του» (Roy Pascal, György Lukács, Η έννοια της ολότητας. Περ. Ουτοπία τφχ.52 σ.92).
Αυτή τη λογοτεχνική διάσταση και τις εντάσεις της διερευνά το αφιέρωμα του περιοδικού πλανόδιον. Στο κείμενο «Franz Kafka ή Thomas Mann» οι δύο αστοί συγγραφείς ταυτίζονται στο ότι εκφράζουν αυτό το συναίσθημα άγχους του μοντερνισμού, αλλά ο Thomas Mann είναι αυτός που παραμένει δεμένος σ’ αυτόν τον κόσμο δίνοντας στις εντάσεις του ιστορικοκοινωνική διάσταση, στοιχείο που ξεφεύγει από τις αλληγορίες του Kafka. Στη λογοτεχνική θεωρία εστιάζει στη διάκριση μεταξύ δράματος και μυθιστορήματος, με εγελιανούς όρους. Βλέπει ότι το μυθιστόρημα αποτελεί μια ολότητα «εκτατική» και το δράμα μια ολότητα «εντατική». Στο σχήμα του για την αισθητική, έστω και με εσωτερικές εντάσεις, το κόμμα μπορεί να ελέγχει την καλλιτεχνική παραγωγή. Ένα δεύτερο στοιχείο που ενοχλεί στην αισθητική του είναι η βαθιά του απέχθεια σε κάθε καλλιτεχνική πρωτοπορία. Είναι πεπεισμένος (πέρα από την στράτευση του) ότι ο μοντερνισμός είναι παρακμιακός αλλά και επικίνδυνος.
Η φιλοσοφική διάσταση της σκέψης του μας αποκαλύπτεται με τη μετάφραση του η πραγμοποίηση και η συνείδηση του προλεταριάτου μέσα από το ίσως πιο σημαντικό του κείμενο. Αυτή η πολύ προσεκτική μετάφραση έχει ένα παράδοξο. Είναι ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο Ιστορία και Ταξική Συνείδηση που υπάρχει ήδη στα ελληνικά, και ο μετάφρασης έχει δυστυχώς την παράδοξη απαίτηση να ξεχάσουμε την υπάρχουσα μετάφραση ολόκληρου του βιβλίου ως μη έγκυρη παρότι κυκλοφορεί εδώ και τριάντα χρόνια στην Ελλάδα και έχει πια τη δική της ιστορία, παρότι έχει αναθεωρηθεί και υπάρχει ακόμα στα βιβλιοπωλεία. Εμείς προτείνουμε για οικονομικούς λόγους τη παλιά μετάφραση (ίσως ακουστούμε σαν μπακάληδες αλλά είναι εκμετάλλευση να κυκλοφορούν τα δύο πέμπτα ενός βιβλίου που κάνει 16 Ευρώ για 22 Ευρώ).
Ο Κ. Καβουλάκος στο εισαγωγικό του κείμενο παρουσιάζει το πώς, για τον Lukács, η ανάλυση της μορφής της αξίας γίνεται η ανάλυση της εμπορευματικής μορφής αναδύοντας το ζήτημα της πραγμοποίησης σε κεντρικό. Με τα λόγια του Lukács: «η ουσία της εμπορευματικής μορφής έγκειται στην εγκαθίδρυση μιας τυπικής ισότητας μεταξύ ποιοτικά ανόμοιων πραγμάτων… η εμπορευματική μορφή γίνεται το πρότυπο της κοινωνικής παραγωγικής σχέσης» (σ.19). Συνοψίζει τις θεωρητικές αναφορές του Lukács στους Marx, Simmel και Webber. Και πίσω απ’ αυτούς η σκέψη του ισορροπεί στη γραμμή Kant- Hegel- Marx. Αλλά δεν δίνει στον πρώτο την αξία που του απέδωσε η κριτική θεωρία ή ο Heidegger την ίδια εποχή. Κινείται αντιθέτως ανάμεσα στον Hegel και τον Marx σε μια γραμμή Εγελομαρξισμού.
Σ’ αυτό το κείμενο αναδεικνύει το ζήτημα της αλλοτρίωσης που είναι εγελιανής προέλευσης. Στον Hegel είναι λογικοφιλοσοφικού τύπου, δηλαδή προκύπτει μέσα από την ανέλιξη του πνεύματος που πραγματώνει το «ταυτόσημο υποκειμένου αντικειμένου». Αλλά με το Ιστορία και Ταξική Συνείδηση αυτή η διαδικασία αποκαλύπτεται ως «ιστορικο-κοινωνική με αποκορύφωμα το γεγονός ότι το προλεταριάτο πραγματώνει αυτή τη βαθμίδα μεταβαλλόμενο σε ταυτόσημο υποκείμενο- αντικείμενο της ιστορίας» (σ.27). Ο πολιτικός Lukács βρίσκει όχι μόνο το μαρξιστικό αλλά και το εγελιανό «ενεργητικό υποκείμενο της ιστορίας» στο προλεταριάτο.
Άλλη κεντρική έννοια στον Lukács είναι η «αντανάκλαση», που αφορά τη θέση του Marx ότι το κοινωνικό είναι ορίζει τη συνείδηση των ανθρώπων. Απ΄ αυτή την αντανάκλαση που «δεν πρέπει να εννοείται ως μηχανική φωτογραφική αναπαραγωγή» (Πλανόδιον σ.493), η ένταση της τον οδήγησε στην έννοια της ιδιαιτερότητας, (αλλά μόνο) ως κατηγορία της αισθητικής.
Αυτά είναι κάποια από τα αδιέξοδα μιας σκέψης για την οποία «το όλο έχει προτεραιότητα» και «απεριόριστη κυριαρχία πάνω στην αφηρημένη απομόνωση των μερών του». Μια σκέψη όμως, που επέμεινε να παλεύει με τον υπαρκτό σοσιαλισμό, να καταπιέζεται, να συμβιβάζεται και να ελπίζει όταν όλοι είχαν εγκαταλείψει το όνειρο, αφήνοντας το λαό στον εφιάλτη.