Αλλαγές στη παιδεία με τη βοήθεια των σωμάτων ασφαλείας.


γραμμένο μαζί με τον Δ.Κ.
Εδώ και ένα χρόνο περίπου, με αιτία την επιθυμία της κυβέρνησης να αλλάξει το νόμο πλαίσιο που διέπει το καθεστώς λειτουργίας των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της χώρας, δόθηκε η αφορμή να ξεκινήσει μια μεγάλη συζήτηση για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. H κουβέντα αυτή, περιστρέφεται γύρω από κάποιες έννοιες παλιές και νέες, που τις έθεσαν εξ αρχής «αυτοί» που πρότειναν τη φιλελεύθερη αλλαγή. Έννοιες όπως «επιτροπή σοφών» και «αιώνιοι φοιτητές» έστησαν το παιχνίδι αφού δεν είναι καθόλου αθώες αλλά γεμάτες ιδεολογικό φορτίο. Η συναίνεση ξεκινά ήδη από την εκφορά τους. «Αυτοί» προσπάθησαν να κρατήσουν το «διάλογο» μέσα στα φρουρούμενα υπουργικά γραφεία, μακριά από τη κοινωνία. Αυτός ο διάλογος τελικά δεν έγινε αφού οι μόνοι που έμειναν ως το τέλος στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ήταν ο Σ.Ε.Β. και η εκκλησία. Ο διάλογος τότε βγήκε από τις αίθουσες των υπουργείων στην κοινωνία, στους δρόμους με τη μορφή σύγκρουσης αφού η πολυπόθητη συναίνεση, δεν μπορούσε να μείνει σ’ ένα πολιτικό επίπεδο συνεννόησης[1]. Η άποψη της παρούσας κυβέρνησης για τη συναίνεση είναι ένα από τα παράδοξα της εξουσίας: είναι μια αντίληψη συναίνεσης που ενώ δίνει το χρόνο, δε δίνει το λόγο, έτσι, ο χρόνος για συναίνεση είναι ο εκβιαστικός χρόνος (αυτή τη στιγμή η κοινή γνώμη πολιορκείται). «Αυτοί» πιστεύουν ότι ο λαός είναι ιδεολογικά ευάλωτος, κι ότι πια δεν έχει μνήμη. Αυτές τους οι αντιλήψεις πρέπει να διαψευστούν. Είναι ίσως η τελευταία ελπίδα μας, ότι στην παιδεία, αλλά και ιδιαίτερα στο πανεπιστήμιο, τον κατεξοχήν χώρο των «διαφωτιστικών» ιδεωδών, παρά τον αποπροσανατολισμό από παντού, δεν θα τα καταφέρει αφού δεν υπάρχει κάποια ουσιαστική «κοινωνική συναίνεση». Αυτό το ξέρουν καλά οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους (με μεγάλο πρωταγωνιστή τα μίντια) που αγωνίζονται ασταμάτητα να απαξιώσουν τη πανεπιστημιακή πραγματικότητα και να κάνουν την νεοφιλελεύθερη επέλαση να φανεί κάτι «φυσικό», ως μέρος μιας εισαγόμενης προόδου των πραγμάτων που μας έρχεται από τη δύση.
Αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι ότι το κάθε σύστημα εκπαίδευσης, είναι αναφαίρετο κομμάτι κι ένας μικρόκοσμος της κοινωνίας, ένα οργανικό τμήμα της, είναι δηλαδή κοινωνικά προσδιορισμένο
[2] και η αιχμή ενός προσδιορισμού του κοινωνικού στη εγγενή του «κριτική σκέψη»[3]. Ο κοινωνικός αυτός προσδιορισμός του, σημαίνει ότι είναι προϊόν της συγκεκριμένης κοινωνίας και των αναγκών της, πρέπει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τα αιτήματα της (τα οποία μάλιστα πρέπει να θεματοποιεί) όπως αυτά διαμορφώνεται μέσα στο χρόνο και πρέπει να καλύπτει τις ανάγκες που δημιουργούνται με πόρους που υπάρχουν τη δεδομένη στιγμή. Δηλαδή μέσα σε μια (συγκεκριμένη) οικονομική πολιτική μιας (συγκεκριμένης) χώρας το κοινωνικό λειτουργεί μ’ ένα συγκεκριμένο ταμείο και οι κυβερνώντες της επιλέγουν αν θα διαθέσουν τους πόρους σε βιβλία ή σε όπλα, και μάλιστα σε μια χώρα που έχει ενταχθεί σε μια νεοφιλελεύθερη οικονομική ένώση όπως η Ε.Ε. Ο κοινωνικός προσδιορισμός του συστήματος εκπαίδευσης δεν θα μπορούσε σήμερα να ορίζεται «σε τελική ανάλυση» (αλλά και στα περισσότερα επίπεδα άμεσα) από τίποτε άλλο πλην του υπάρχοντος και κυρίαρχου οικονομικού συστήματος μέσα στο οποίο επιβιώνει, το αστικό καπιταλιστικό. Το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής ξέρουμε όλοι ότι δίνει πάρα πολύ μεγάλη σημασία στην αγορά και στην ανταλλαξιμότητα των εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένου πρώτα από όλα σε αυτό της εργασιακής δύναμης.
Από αυτό το πρώιμο σημείο αρχίζουμε να διακρίνουμε σημαντικές αντιφάσεις. Εθνικός χαρακτήρας με αγοραία χαρακτηριστικά, δυναμικός χαρακτήρας εκπαίδευσης με πόρους από ένα μηχανισμό που είναι εκτός αγοράς. Τα πράγματα αρχίζουν να γίνονται περίπλοκα. Τα προβλήματα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση παρουσιάστηκαν ξαφνικά; Τα προβλήματα που υπάρχουν είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους ή αλληλοσυνδέονται; Το ζήτημα τις γνώσης αφορά την αγορά; Μήπως θα έπρεπε να σταματήσουμε να συζητάμε σε φιλολογικό επίπεδο για τα ζητήματα της ανώτατης εκπαίδευσης και να επικεντρωθούμε στην ουσία που δεν είναι τίποτε άλλο αλλά το τι εξυπηρετεί αυτή σαν θεσμός ενταγμένος στο ευρύτερο οικονομικό-κοινωνικό περιβάλλον; Μήπως πρέπει να αναρωτηθούμε ότι αυτοί πρώτα που προκαλούν το διάλογο επιθυμούν τις αλλαγές και δεύτερον ότι αυτοί που αντιδρούν σε αυτές είναι προϊόντα του ίδιου του συστήματος και η επιχειρηματολογία τους δεσμεύεται από τις συνθήκες στις οποίες έχουν αναπαραχθεί; Γιατί πρέπει να στηρίζουμε το καθηγητικό κατεστημένο που το μόνο που θέλει είναι να μένει, μόνο αυτό, πέραν κάθε κριτικής και ουσιαστικής αξιολόγησης; Γιατί να συμβαδίζουμε με τους συντονιστές των αριστερών παρατάξεων που διαπραγματεύονται με τους αριστερούς καθηγητές τους τα πλούσια κονδύλια; Η παιδεία μοιάζει με (η τουλάχιστον θέλει να πιστεύει ότι είναι) το τελευταίο απόρθητο από τον καπιταλισμό κάστρο, μια νησίδα που οφείλει να προστατεύει τον εαυτό της, με όσες αντινομίες έχει αυτό. Στις κινητοποιήσεις στη Γερμανία, μετά το Μάη του ’68, οι φοιτητές ζητώντας κάτι πέραν των αιτημάτων για τα πανεπιστήμια, επισήμαιναν ότι «τα πανεπιστήμια σήμερα έχουν γίνει ο δίκαιος καθρέφτης μιας άδικης κοινωνίας». Τότε άλλαξε για λίγο ο καθρεύτης, αλλά μπροστά στη κατακερματισμένη «ταξικά» κοινωνία έδινε πάλι μια σπασμένη αντανάκλαση.
Από τα προγράμματα σπουδών και τις παραδόσεις, φαίνεται ότι τα πανεπιστήμια συνεχίζουν ν’ αναπτύσσουν έναν εσωτερικό διάλόγο που δικαιώνει σε μεγάλο βαθμό την «αριστερά» (παράδειγμα τα τμήματα ιστορίας όπου η «μαρξιστική» ιστοριογραφία είναι παντοδύναμη). Αλλά αυτός ο λόγος δεν φτάνει στη κοινωνία αφού το πανεπιστήμιο μένει κλεισμένο στον εαυτό του. Έτσι η πανεπιστημιακή αριστερά (δηλαδή ο συνασπισμός), έπαθε ότι και οι στωικοί, κατά τον Έγελο: αδιαφορώντας πλήρως για την πραγματικότητα στη προσπάθεια τους να αποδεσμευτούν απ’ αυτή, τελικά το μόνο που κατάφεραν ήταν να αποδεσμευτεί η πραγματικότητα απ’ αυτούς και τις ιδέες τους. Οι κοινωνία τους λέει τώρα ότι δεν τους έχει ανάγκη, δε θέλει, λέει, κριτική σκέψη και ιστορική συνείδηση, μόνο εξειδίκευση. Η πανεπιστημιακή κοινότητα, κλεισμένη στον εαυτό της είναι ήδη ιδιωτικοποιημένη, αυτό που ζητάμε είναι να ξαναγίνει δημόσία. «Η πάλη των τάξεων στη θεωρία» πρέπει να ξαναγίνει πράξη, το πανεπιστήμιο οφείλει (πιστό στις θέσεις του Μαρξ για τον Φόιερμπαχ) να στρέφεται στη κοινωνία προσπαθώντας να την αλλάξει, όχι μόνο προσδιοριστικά, εκκινώντας δηλαδή από κάποιες αρχές (πολιτικές-επιστημονικές) αλλά και αναστοχαστικά, εκκινώντας δηλαδή από την πραγματικότητα και αλλάζοντας ταυτόχρονα τον εαυτό του.
[4]
Στην επιχειρούμενη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση η πρώτη αντίδραση ήταν και η πιο αυθεντική έτσι την περασμένη άνοιξη είδαμε σχεδόν αυθόρμητα σαν αλλεργική αντίδραση να ξεσπά ένα αρκετά μεγάλο κίνημα αντίδρασης σε αυτά που η κυβέρνηση πρότεινε. Παράλληλα είδαμε πως η κυβέρνηση βλέπει το διάλογο από την αντίδραση των ομάδων καταστολής και ρουφιάνων που πληρώνει. Αξίζει να σημειωθεί ότι τότε έγινε μεγάλη κουβέντα για τα καινούργια μέτρα ότι εξυπηρετούν τα συμφέροντα τις αγοράς αλλά καμία κουβέντα για το ρόλο του κράτους σαν μηχανισμό επιβολής και αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας. Δεδομένο, όλοι είχαν ότι το κράτος πάντα θα λειτουργεί ως κάποιο είδος εγγυητή λες και αυτός ο θεσμός δεν εξελίσσεται δεν μεταλλάσσεται ή λες και το ισχύων θεσμικό πλαίσιο γιατί ήταν φτιαγμένο από το χέρι του παντοδύναμου και γεμάτου αγάπη χριστιανικού θεού (ΜΑΤ, ΜΕΑ, ΥΜΕΤ, ΟΠΚΕ), δεν εξυπηρετούσε κανενός άλλου συμφέρον.
Η συνέχεια του φοιτητικού, κατά κύριο λόγο, κινήματος εναντίον των, κατά των «πολιτικών» κυβερνητικών μεταρρυθμίσεων ήρθε να κορυφωθεί με «πολιτικό» τρόπο πάλι λίγο μετά την εξεταστική του Σεπτεμβρίου, γιατί καλή η επανάσταση αλλά πρέπει να δώσουμε και τα μαθήματά μας, και λίγο πριν τις δημοτικές εκλογές γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στις γενικές συνελεύσεις των φοιτητών ψηφίζεται πλαίσιο «δράσης». Όλοι όσοι είμαστε μέσα στο χώρο του πανεπιστημίου είδαμε τους όρους και τις προϋποθέσεις δράσεις. Το κυριότερο όμως είναι το γεγονός ότι ως δια μαγείας οι κινητοποιήσεις σταμάτησαν μόλις δεν υπήρχε κανένα εκλογικό ενδιαφέρον με το πρόσχημα ότι η κυβέρνηση θα επαναφέρει το ζήτημα της μεταρρύθμισης το Φεβρουάριο. Ρητορική Ερώτηση. Υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα στην ανθρώπινη λογική ή σκέψη και τη μνήμη του χρυσόψαρου;
Πολιτική κουβέντα μεγάλη κοινωνική ουσία καμία. Η προσπάθεια του κράτους, που θέτει το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι μία. Η μετατροπή της ενσυνείδητης συμμετοχής στη γνώση και κατά επέκταση στην κοινωνία σε ασυνείδητη υπαγωγή στην αγορά εργασίας μέσω τις παροχής των κατάλληλων «ε εεργαλείων» που η ίδια αγορά έχει ζητήσει. Η συνειδησιακή συμμετοχή έχει να κάνει με τον τρόπο παραγωγής και κατά συνέπεια με τις σχέσεις παραγωγής που διαμορφώνονται.
Η όποια αντίδραση δεν έχει νόημα αν και εφόσον δεν τίθεται με ταξικούς όρους που σημαίνει ανατροπή και αντίδραση της κουβέντας ανατρέποντας και αντιδρώντας σ’ αυτούς που συμμετέχουν επίσημα σ’ αυτή. Κανένας δεν επιθυμεί την στασιμότητα και τον αναχρονισμό. Το πανεπιστήμιο είναι ένα ζωντανός οργανισμός που συνεχώς αναπτύσσεται και εξελίσσεται (ή τουλάχιστον έτσι πρέπει). Κανένας νοήμων δεν εννοεί την ανατροπή ως σταμάτημα των επερχόμενων εξελίξεων με περαιτέρω ενδυνάμωση των υπαρχόντων δομών. Αντίδραση σημαίνει ότι το πανεπιστήμιο πρέπει να έχει επαφή με την κοινωνία και το τι συμβαίνει σε αυτή και η κοινωνία πρέπει να έχει επαφή με το πανεπιστήμιο και το συμβαίνει σε αυτό. Τα άτομα που αποτελούν την κοινωνία γίνονται μέλη του πανεπιστημίου και επανεντάσσονται σε αυτή αφού υπάρχει μια διευρυμένη αναπαραγωγή. Κανένας δεν είναι ξεχωριστός όταν επιλέγει να εισαχθεί στο οποιοδήποτε πανεπιστήμιο και πολύ περισσότερο κανένας δεν γίνεται ξεχωριστός όταν βγαίνει από αυτό.
Η πανεπιστημιακή μόρφωση αν είναι κομμάτι της κοινωνίας ως σύνολο αποκτά κοινωνικό χαρακτήρα, αν όμως έχει αστικό χαρακτήρα όπως σήμερα δεν θα σταματήσει ποτέ να αποτελεί την καλύτερη δικαιολογία για τους αστούς που θέλουν να μας πείσουν ότι ο θεσμός είναι αποτυχημένος και πρέπει αυτοί πλέον να βάλουν τάξη για γίνει το σύστημα «παραγωγικό» όπως λένε ή «κερδοφόρο». Το τι αντίληψη έχουν για το τι είναι παραγωγικό και τι είναι κερδοφόρο είναι προφανές. Το σύστημά τους είναι κερδοφόρο μόνο για αυτούς και μόνο όταν ισχύουν οι δικοί τους όροι, για να είναι παραγωγικό, με τους δικούς τους όρους, πρέπει να υποβιβάζει το έργο του στην «απλή» μορφή του εμπορεύματος.
Η άλλη μεγάλη αντινομία του καπιταλισμού είναι ότι ενώ ζητάει εργαλειακή άμεσα εφαρμόσιμη γνώση για την αναπαραγωγή του συστήματος, ο καπιταλισμός ξέρει καλά ότι όσο ενισχύεται η κριτική σκέψη, όσο ενδυναμώνονται οι δυνάμεις της δημιουργίας θα μπορεί κι αυτός να επεκτείνεται. Όμως πρέπει παράλληλα οι μάζες να εκλαμβάνουν το πραγματικό ως παγιωμένο, να μη βλέπουν την δυνατότητα της αλλαγής, της ανατροπής (η απόλυτα επιτυχής πράξη κρατικοποίησης των πόρων φυσικού αερίου από την κυβέρνηση Μοράλες στη Βολιβία απορρίφθηκε από το σύνολο του Ελληνικού τύπου –ακόμα και της αριστεράς- ως ανεπίτρεπτη ακρότητα).
Κάποιοι μάλιστα ισχυρίζονται ότι διανύουμε την περίοδο του ύστερου καπιταλισμού, δηλαδή το στάδιο στο οποίο η γνώση έχει γίνει εμπόρευμα, και η έκφραση «η γνώση είναι δύναμη» του Βάκωνα έχει γίνει μια επικίνδυνη πραγματικότητα. Έτσι, όλοι θέλουν τον έλεγχο στην παιδεία, γι’ αυτό παραπάνω τη χαρακτηρίσαμε κι εμείς «εργαλειακή».
Στη συζήτηση στη βουλή στις 25 Νοεμβρίου ακόμα δεν ήταν σαφείς οι θέσεις των κομμάτων. Οι προτάσεις πέφτουν βροχή αλλά ο διάλογος για τη θέση και το ρόλο του πανεπιστήμιου δεν γίνεται. Οι προτάσεις χωρίς κάποιο προσανατολισμό και προοπτική καταφέρνουν ν’ αποπροσανατολίσουν περισσότερο. Όταν διακυβεύονται τόσα πολλά, οι εξωτικές προτάσεις π.χ. του κυρίου Παπανδρέου για ψηφιοποίηση συγγραμμάτων, μόνο γραφικές μπορούν να χαρακτηριστούν. Η προτάσεις για δημοψήφισμα θα κατάφερναν να μεταθέσουν ένα διαστρεβλωμένο δίλημμα στο λαό, ώστε να του μεταθέσουν τις όποιες ευθύνες αφού το θέμα της παιδείας έχει μεγάλο πολιτικό κόστος. Ο πρωθυπουργός σε μια επίδειξη γενναιότητας επέλεξε να πει από το πανεπιστημιακό βήμα του L.S.E. ότι «δεν αποτελεί πρόταση ούτε πολιτική το να λές: καμιά αλλαγή απολύτως», για να συνεχίσει επικαλούμενος το common sense, ότι: «όλοι μας συμφωνούμε ότι όπως έχουν τα πράγματα δε βρίσκονται σε ικανοποιητικό επίπεδο», το δικό μας ερώτημα είναι: για ποιόν δεν είναι ικανοποιητικά τα πράγματα. Είναι φανερός ο φόβος στα δύο μεγάλα κόμματα να πάρουν θέση, τη κοινή θέση που ήδη προωθούν. Γι’ αυτό και ο νόμος πλαίσιο και η συζήτηση για το άρθρο 16 έχει αποσυρθεί επ’ αόριστο.
Όποια κι αν είναι τα προβλήματα του δημοσίου πανεπιστημίου, κι όποιες αντιρρήσεις κι αν έχουμε στο συνταγματισμό και στο νομικισμό, ιδιαίτερα της αριστεράς
[5], η θέση υπέρ της αναθεώρησης του άρθρου 16 είναι συνενοχή. Πρέπει να δοθεί αυτή η μάχη. Αν και, η παιδεία, και κυρίως τα πανεπιστήμια δεν χρειάζονται το γράμμα του νόμου. Αλλά ούτε κι ο νεοφιλελευθερισμός περιμένει το νόμο για να τα’ αλώσει. η εξαγορά και απορύθμιση της παιδείας εξελίσσεται κανονικά χωρίς καμία αντίδραση και ο καπιταλισμός θα βρει κι άλλες ανοιχτές μπουκαπόρτες στα πανεπιστήμια αν υπάρχει επαγρύπνηση σ’ όλα τα επίπεδα. Ήδη, τα δημόσια πανεπιστήμια υποβαθμίζονται συστηματικά, όλο και περισσότερα ιδιωτικά σπουδαστήρια ανοίγουν, η αγορά ελέγχει τα πανεπιστήμια, τα μεταπτυχιακά προγράμματα (που σχεδόν όλα έχουν δίδακτρα) έχουν δημιουργήσει δύο κατηγορίες φοιτητών. Κανονικά, το πάθημα, με το άνοιγμα των άλλων δύο βαθμίδων εκπαίδευσης στους ιδιώτες επενδυτές, και τα ολέθρια αποτελέσματα που επέφερε, θα έπρεπε να μας γίνει μάθημα.
Είναι γελοίο το πώς οι πολιτικοί στην Ελλάδα έχουν πάντα το όνειρο των ιδιωτικών επενδύσεων, αλλά οι επιχειρηματίες αρκούνταν να παίρνουν δωρεάν κομμάτια του δημόσιου τομέα από τους πολιτικούς τους φίλους, και για επενδύσεις… ούτε λόγος. Έτσι, δεν είναι σαφές τι επιχειρηματικό ενδιαφέρον υπάρχει για ιδιωτικά (ή για δημόσια μη-κρατικά) πανεπιστήμια και τι μορφή θα έχουν αυτά. Πάντως ότι ακούγεται είναι από επικίνδυνο έως γελοίο. Η εκκλησιαστικοί φορείς δεν κρύβουν αυτό τους το όνειρο αφού στη θεολογική σχολή ο φονταμεταλισμός τους αναγκάζεται να συνυπάρχει με διαφωτιστικές ενστάσεις. Φαίνεται μάλιστα η εκκλησία να θέλει να επεκταθεί και σ’ άλλα γνωστικά πεδία, ίσως με πρότυπο τα επτά ιδιωτικά πανεπιστήμια στην Ισπανία. Και να τα λειτουργεί εννοείται… με δημόσιο χρήμα. Σίγουρα θα είχαμε και ιδιωτικά οικονομικά και τεχνικά τμήματα τα οποία δεν θα έμπαιναν στο κόπο της θεωρίας και της κριτικής παρά εργαλειακά, θα επέμεναν μόνο, είναι αυτονόητο, στην εκμάθηση των επαγγελματικών τεχνικών δημιουργώντας έτσι υπάλληλους με ημερομηνία λήξης. Κάποια θα παρέχουν εγγυήσεις στην αγορά εργασίας σαν μια αδερφότητα, μια λογική δηλαδή τελείως ξένη από το φιλελευθερισμό που επικαλούνται. Αλλά δε χρειάζεται να κάνουμε άλλες υποθέσεις για το πώς θα είναι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, αρκεί να πάει κάποιος να ελέγξει το πώς ήδη λειτουργούν τα ιδιωτικά Ι.Ε.Κ..
Τα διλήμματα τους είναι πια παραπλανητικά. Ποιος πιστεύει πια στη κρατική τάξη; Ποιος πιστεύει στη νεοφιλελεύθερη αταξία; Όταν τελειώσουμε πια με τη κάθε πίστη… ας ανοίξουμε δρόμο στη γνώση.

[1] σε δημοσκόπηση στην Ελευθεροτυπία στις 18 Ιουνίου 2006 μόνο το 38% ήταν υπέρ των κρατικών πανεπιστημίων
[2] αυτό το προσδιορισμό που μας έδειξε ο Marx, ανέλυσε πάρα πολύ όμορφα για την παιδεία, και των στήριξε σε εμπειρικές έρευνες –που τόσο τις αγαπα το σύστημα-, με το έργο του, ο Πιέρ Μπουρντιέ.
[3] όπως αξίωνε η καντιανή παράδοση με τη σχολή της Φραγκφούρτης
[4] Το θέμα, τι είναι τελικά το πανεπιστήμιο δεν μπορούμε να το πραγματευτούμε σ’ ένα τόσο επιγραματικό κείμενο. Αξίζει όμως ν’ αναφέρουμε ότι σ’ ένα διάλογο άρθρων στο Γερμανικό τύπο πριν δύο αιώνες με το ερώτημα: «τι είναι διαφωτισμός» ο Μόσες Μέντελσόν υποστήριξε ότι διαφωτισμός σημαίνει απλώς καλλιέργεια (αυτή η αντίληψη να βλέπουμε τους εκπαιδευόμενους σα φυτά έχει μεγάλο παρελθόν). Ο Καντ όμως έδωσε μια πιο ακραία απάντηση: Να τολμάς να σκέφτεσαι μόνος σου, να μη σου λέει ο παπάς ή ο δάσκαλος τι και πώς να σκεφτείς. Αυτή η θέση της γνώσης ως προϊόν της ελευθερίας και όχι της φύσης πρέπει να είναι το αιτούμενο από το πανεπιστήμιο (κάτι βέβαια που και όσοι επικαλούνται το διαφωτισμό έχουν ξεχάσει). Το πανεπιστήμιο πρέπει να είναι ένας διαρκώς επαναστατημένος και ελεύθερος χώρος, ή όπως λέει ο Ντεριντά ένα απροϋπόθετο.
[5] Βλ. συνέντευξη Κ. Δουζίνα στο ίδιο τεύχος.